παραγγελματικός

παραγγελματικός
-ή, -όν, Α [παράγγελμα, -ατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγγελία ή στο παράγγελμα.
επίρρ...
παραγγελματικῶς Α
με νουθεσίες, με παραινέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραγγελματικός — concerned with rules masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελματικόν — παραγγελματικός concerned with rules masc acc sg παραγγελματικός concerned with rules neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελματικούς — παραγγελματικός concerned with rules masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελματική — παραγγελματικός concerned with rules fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελματικῶς — παραγγελματικός concerned with rules adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελτικός — ή, ό / παραγγελτικός, ή, όν, ΝΜ [παραγγέλλω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγγελία ή στο παράγγελμα, παραγγελματικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”